ομφαλοσκοπώ

ομφαλοσκοπώ
ομφαλοσκόπησα, είμαι ομφαλοσκόπος, ασχολούμαι με την ομφαλοσκοπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλοσκοπώ — [ομφαλοσκόπος] είμαι ομφαλοσκόπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”